Tributes Paul Thomas Anderson

26 Ιουνίου 2018 |

0

Paul Thomas Anderson

Ο Paul Thomas Anderson, από το There Will Be Blood κι έπειτα (δηλαδή από τότε που σταμάτησε να αφηγείται πολυπρόσωπες ιστορίες με μετακινούμενο κέντρο βάρους), έχει μια σταθερή προβληματική στα έργα του. Στο προαναφερθέν There Will Be Blood, ο κεντρικός ήρωας ψάχνει για χρυσό και ανακαλύπτει τυχαία το πετρέλαιο. Στο The Master, ο, ψυχολογικά τραυματισμένος απ’ τον πόλεμο, χαρακτήρας που υποδύεται ο Joaquin Phoenix (μετά τα The Master και Her, ολοκληρώνει με το Inherent Vice -χάρη στον, καθόλου προβλέψιμο, τρόπο με τον οποίο αποδίδει τον “Doc”- ένα σερί, τερατωδώς πολύπλοκων, ερμηνειών που άλλοι θα ένιωθαν τυχεροί αν το κατόρθωναν, σε επίπεδο συνολικής καριέρας) έχοντας αντικρίσει την φρίκη και το παράλογο του κόσμου, επιστρέφει στην πατρίδα για να αναζητήσει ένα διαφεύγον νόημα, την λογική, ίσως και τον ίδιο τον Θεό και ανακαλύπτει, αντί αυτών, έναν ψευδολόγο τσαρλατάνο ιδρυτή θρησκευτικής αίρεσης.

The Master

Στο Inherent Vice, ο ντετέκτιβ “Doc” Sportello, ψάχνει, με τη σειρά του, έναν εξαφανισμένο, πάμπλουτο εργολάβο οικοδομών αλλά, παράλληλα, και την 60’s αθωότητα που έχει επίσης, μυστηριωδώς, αφαιρεθεί απ’ το γενικό κάδρο. Τελικά βρίσκει μια κοινωνία που έχει βυθιστεί οριστικά στην τρέλα, που δεν χρησιμοποιεί πια τα ναρκωτικά σαν μέθοδο απελευθέρωσης αλλά για να ξεχάσει τον εαυτό της και, φυσικά, το τέλος του ψυχεδελικού παραμυθιού που προέβλεπε ότι τα πάντα θα αλλάξουν προς το καλύτερο, ότι η ελευθερία (υποκειμενική και αντικειμενική) δεν είναι απλά μια αφαίρεση αλλά μια υλοποιήσιμη πραγματικότητα.

Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ηρώων (ανάμεσα σε άλλα που άπτονται του ψυχολογισμού και δεν θα μας απασχολήσουν σ’ αυτό το κείμενο); Και οι τρεις εκπροσωπούν την Αμερική, για την ακρίβεια ΕΙΝΑΙ η Αμερική. Ο Anderson μπορεί να θεωρείται πια, μοντέρνος ιστοριοδίφης αλλά και ανατόμος της συλλογικής ψυχής μιας ολόκληρης χώρας. Κάνει σινεμά πολιτικό κι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η σύγχρονη ιστορία του τόπου του.

Ας το δούμε σφαιρικά: καπιταλισμός, μεταφυσική, ναρκωτικά (κάθε μορφής). Αυτά είναι τα τρία στοιχεία που, προϋπάρχουν, ουσιαστικά, στην ιδέα της Αμερικής και την γεννούν σαν φαντασιακή κατασκευή, όπως στην θεογονία του Ησίοδου προϋπάρχουν το Χάος, η Γαία και ο Έρως. Στο There Will Be Blood ο Anderson είδε τις δυνάμεις που προετοιμάζουν την μετάβαση στον Καπιταλισμό, δηλαδή την απληστία και το θρησκευτικό αίσθημα. Μέσα από μια διαλεκτική συγκρούσεων, αυτές οι τάσεις τελικά αλληλοσυμπληρώνονται και επιτρέπουν σε μια νέα τάξη πραγμάτων, να κυριαρχήσει.

Στο The Master, είχαμε πάλι συγκρούσεις. Πώς επιβάλλεται η καινούργια μεταφυσική των «προφητών» που κηρύττουν την αυτοπραγμάτωση και παρασύρουν μια ολόκληρη χώρα στο να αγκαλιάσει άκριτα το ψέμα τους; Πατώντας πάνω στο τραύμα της, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη της να πιστέψει κάπου, διαβλέποντας ότι μετά τον πόλεμο, οι επίσημες θρησκείες όπως και οι κρατούσες ιδεολογίες θα έχουν δεχθεί ισχυρότατο πλήγμα, βιαστικοί να καλύψουν μια θέση που δεν είχε χηρέψει ακόμη: αυτή του πνευματικού καθοδηγητή.

The Master 3

Το πληγωμένο ζώο, η Αμερική, αντιστέκεται αρχικά, αλλά υπάρχουν ακόμα μέσα της οι τάσεις της προηγούμενης εποχής που θα την αναγκάσουν να υποκύψει. Απλά έχουν πάρει μια νέα μορφή. Η ανάγκη για μια οποιαδήποτε μεταφυσική μαρτυρά την λανθάνουσα επιβίωση της θρησκοληψίας. Η επιθυμία για ολοκλήρωση και επιτυχία, την επιβίωση της απληστίας, μετά όμως από επεξεργασία δεκαετιών καπιταλισμού που της έχουν προσδώσει μια άλλη μορφή, ευγενέστερη ίσως αλλά και πάλι καταπιεστική. Βλέπουμε ότι η φαινομενική ρήξη ανάμεσα στις κοινωνικοπολιτικές θεσμίσεις και τα προτάγματα που τους αντιστοιχούν, δεν είναι στην πραγματικότητα τέτοια.

Αν κοιτάξουμε καλυτέρα θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει συνέχεια, ότι αρκετά στοιχεία περνάνε μεταμφιεσμένα από το «τελωνείο» των εποχών. Από την μεταφυσική των απατεώνων, φτάνουμε στον πλαστό παράδεισο των παραισθησιογόνων. Κι έτσι ο Anderson, έχει τη δυνατότητα, μέσω του Inherent Vice, να μιλήσει τόσο για τα 60’s και τα 70’s, όσο και για ό,τι προηγήθηκε. Πρέπει να δούμε τα τρία τελευταία έργα του να σχηματίζουν ένα οργανικό σύνολο. Στη νέα του ταινία, το νουάρ στοιχείο αφορά κυρίως την φόρμα μέσω της οποίας θα μας αφηγηθεί και πάλι, μια ιστορία αναζήτησης. Μόνο που δεν αναζητούνται άνθρωποι, ακριβώς, αλλά ιδανικά. Το αστυνομικό μυστήριο είναι ένα πρόσχημα, όπως στο There Will Be Blood και το The Master, έτσι κι εδώ, αυτό που καίει τον δημιουργό είναι η αποτυχία της Αμερικής να διαχειριστεί την πραγματικότητα, η ανάγκη της για μέντορες και καθοδηγητές, η ευκολία με την οποία χαρίζεται στις ουτοπίες.

Προχωράμε κι εμείς, σαν θεατές, μαζί με τον Sportello από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β. Από την άγνοια, στην γνώση. Από το ψέμα στην αλήθεια. Από την ηρεμία που χαρίζει η ψευδαίσθηση στην ανησυχία που συνοδεύει την τελική γνωριμία με την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα σταθερό μοτίβο του νουάρ σύμπαντος και το Inherent Vice είναι ΚΑΙ ένα καταπληκτικό νέο-νουάρ, πέρα από κάθε αμφιβολία. Ο ήρωας ξεκινάει φορτωμένος ιδεαλισμό (κι ας είναι σχεδόν πάντα –όχι εδώ όμως- ένα κυνικό «μούτρο» που εκτοξεύει την μια αμοραλιστική ατάκα, πίσω απ’ την άλλη) και καταλήγει άδειος και απαρηγόρητος. Νομοτελειακά θίγεται το ζήτημα της ιδεολογίας, για την ακρίβεια της χρεοκοπίας των ιδεολογιών. Οι ήρωες τις ταινίας, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα περισσότερο απ’ την απόλυτη σύγχυση.

Inherent Vice 2

Ο εβραίος επιχειρηματίας, λέγεται κάποια στιγμή, ότι έχει ψυχή ναζιστή, τον προστατεύει άλλωστε μια ομάδα νέο-ναζί μηχανόβιων. Ένας μαύρος εξτρεμιστής κάνει παρέα στην φυλακή με έναν Άρειο. Κάποιος ηθοποιός του Χόλυγουντ που φλερτάρει με τον κομουνισμό την περίοδο του μακαρθισμού, αυτοεξορίζεται αλλά μετά από την κατάλληλη «θεραπεία», επιστρέφει ως all American hero που ανένηψε, για να πρωταγωνιστήσει σε αντικομουνιστικές ταινίες προπαγάνδας και να διαφωτίσει τα πλήθη. Ένας σαξοφωνίστας, μέλος διαφόρων συγκροτημάτων, σκηνοθετεί τον θάνατό του, εργάζεται μυστικά ως διπλός (ή τριπλός;) πράκτορας της κυβέρνησης Νίξον και συμμετέχει σε παρακρατική οργάνωση με σκοπό να διαλύσει από μέσα, διάφορα φιλειρηνικά, αντιεξουσιαστικά κινήματα. Λίγο ως πολύ, έχουν χάσει τον μπούσουλα, όλοι.

Οι μνήμες από τον δεύτερο παγκόσμιο, το Βιετνάμ, η αποτυχία του flower power κινήματος, διαμορφώνουν μια χαοτική κατάσταση που απαγορεύει, σχεδόν, το να πιστεύεις σε άλλη επανάσταση πέρα απ’ την αυστηρά προσωπική της εθελουσίας απομάκρυνσης. Το αλκοόλ και τα ναρκωτικά ευνοούν αυτή την έξοδο απ’ το κοινωνικό πεδίο και την συνακόλουθη εγκατάσταση στο ατομικό. Κι έτσι βλέπουμε την μετάβαση σε μια νέα κοινωνική (από)ρύθμιση που δεν χρειάζεται την συνέργεια αντικειμενικών νόμων για να θεμελιωθεί. Απλούστατα το χάος γεννά κάτι καινούργιο, κάτι που απαλλάσσεται οριστικά απ’ την θεωρητική δικαιολόγηση («όχι ποίηση μετά το Άουσβιτς» έγραψε κάποτε ο Αντόρνο, παραφράζοντάς τον θα μπορούσαμε να πούμε «όχι ιδεολογία μετά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης»).

Inherent Vice

Ο Anderson φιλμάρει αυτή την ιστορική μετάλλαξη, με ρυθμούς ονειρικούς, συμμεριζόμενος ίσως την μαστούρα του ήρωά του. Βλέπει αυτό τον κόσμο τον βαθιά παράλογο και χαμένο, μέσα από ένα πρίσμα σαρκαστικά μελαγχολικό αλλά αρνείται να τον καταδικάσει, όπως και να τον δικαιώσει. Το χιούμορ που επιστρατεύει (πρόκειται, σίγουρα, για την πιο «παιχνιδιάρικη» ταινία του εδώ και χρόνια) είναι μηχανισμός άμυνας. Ξέρει ότι το τραγικό και το κωμικό είναι θέμα οπτικής γωνίας. Για να μην βυθιστεί στην θλίψη, γελάει με μια σειρά από πράγματα που, αν τα προσέγγιζε διαφορετικά, θα είχαμε να κάνουμε με ένα αμιγές δράμα. Σε εικαστικό επίπεδο, παρουσιάζεται ποιητικός (το φιλμ είναι πανέμορφο με κάθε του πλάνο βουτηγμένο στις αναθυμιάσεις, τον υγρό λυρισμό και την τραχιά χρωματική ένταση της γήινης ύλης), αλλά η σημειολογία του εμμένει στο γκροτέσκο -χαρακτήρων ή καταστάσεων- και την απομάγευση που έρχεται με βήμα ταχύ. Ίσως αυτή η αντίθεση να εκφράζει την τελική ήττα των οπτιμιστικών, ξέγνοιαστων 60’s, απ’ τα βαρύθυμα 70’s.

Σε ό,τι αφορά την πολυσυζητημένη του «αλαζονεία», αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός να μην γουστάρει την θεσπέσια ταινία του αλλά το συμπέρασμα ότι είναι ένας σκηνοθέτης που αδιαφορεί για τον θεατή (όπως γράφουν όσοι την αντιπάθησαν), μου φαίνεται εντελώς αδικαιολόγητο. Η πλοκή του τελευταίου του έργου είναι πυκνή, πράγματι, αλλά όχι επιδεικτικά δαιδαλώδης και σίγουρα όχι για να αποπροσανατολίσει ή να «κάψει» κανενός το μυαλό, επίτηδες. Με τη λογική των haters, κι ο Howard Hawks είναι σκηνοθέτης που σνομπάρει το κοινό, αφού μπροστά στην σεναριακή πλέξη του The Big Sleep, το Inherent Vice μοιάζει, σχεδόν, ξεκάθαρο. Είναι αλαζόνες δημιουργοί ο Huston ή ο Polanski; Εμβληματικά νουάρ σαν τα Maltese Falcon και Chinatown, παιδεύουν αντίστοιχα τη μνήμη, με τους παράδρομους της πλοκής τους και την απειρία των ονομάτων που αραδιάζουν. Αλλά και οι καλύτερες, μοντέρνες αναγνώσεις του είδους που έγιναν από τους τεράστιους Coen, από το Miller’s Crossing μέχρι τον λατρεμένο Lebowski (απ’ τον οποίο αναμφίβολα εμπνέεται δημιουργικά ο Anderson), εμμένουν στην παράδοση της συσσώρευσης πληροφορίας. Εκτός κι αν παραδέχονται έμμεσα οι επικριτές, ότι ο σύγχρονος θεατής είναι τεμπέλης και τα θέλει όλα στο πιάτο. Μόνο έτσι θα λειτουργούσε η μομφή.

O Anderson αφήνει μίλια πίσω του το 90% των αμερικάνων συναδέλφων του, με την τόλμη (τέτοιο, έντονα κριτικό, πολιτικό λόγο, έχεις να δεις απ’ τα 70’s στον αμερικάνικο κινηματογράφο, απ’ το Chinatown ίσως), το όραμα και τον περφεξιονισμό του. Είναι ένας σπάνιος δημιουργός στον οποίο μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη, ένας καλλιτέχνης μεγέθους, διανοούμενος αλλά και ικανός αφηγητής. Κάνει σημαίνων, χορταστικό από κάθε άποψη, σινεμά και δεν φοβάται να διαφοροποιηθεί απ’ την πεπατημένη.

Με τον Scorsese να λειαίνει πια τις κοφτερές άκρες των ταινιών του (παραμένει σπουδαίος κινηματογραφιστής αλλά το ότι τον αποδέχεται πια το mainstream τόσο άνετα, οφείλεται και σε μια κάποια υποχώρηση της επιθετικής πλευράς του, ας μην ξεχνάμε ότι με το The Wolf Of Wall Street διασκέδασαν πολύ και αυτοί στους οποίους αντιτίθετο, ενώ το Hugo, παρότι εντυπωσιακό, δεν θα το θεωρούσε πιθανό κανείς πριν μια εικοσαετία, τότε δηλαδή που γύριζε ακόμα έργα σαν το Goodfellas), τον Coppola να είναι χαμένος κάπου μεταξύ οινοπαραγωγής και αυστηρά ιδιωτικού σινεμά (ούτε καν προσωπικού πια) και τον Altman νεκρό εδώ και μια δεκαετία περίπου, ο Paul Thomas Anderson υπερασπίζεται, ως πανάξιος επίγονος των δασκάλων του, την τιμή του μεγαλεπήβολου, σκεπτόμενου, πολιτικού, αφυπνιστικά ασυμβίβαστου σινεμά, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Του οφείλουμε πολλές ευχαριστίες.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑