Reviews Miller’s Crossing

12 Μαΐου 2016 |

0

Miller’s Crossing

Σκηνοθεσία: Τζόελ και Ίθαν Κοέν

Παίζουν: Γκάμπριελ Μπερν, Άλμπερτ Φίνεϊ, Μάρσια Γκέι Χάρντεν, Τζον Τουρτούρο, Στιβ Μπουσέμι

Διάρκεια: 115′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Το Πέρασμα του Μίλερ”

Στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης, δυο οικογένειες της μαφίας μπλέκονται σε πόλεμο, διεκδικώντας την απόλυτη κυριαρχία τού υποκόσμου. Ανάμεσά τους ο Τομ Ρέιγκαν, δεξί χέρι τού ενός εκ των δύο αφεντικών, τετραπέρατος και αδίστακτος, θα κυνηγήσει το συμφέρον του με μακιαβελικές μεθόδους, παίζοντας πότε με τη μία, πότε με την άλλη πλευρά. Μόνο του μειονέκτημα ότι έχει καρδιά. Ή μήπως όχι;

Το 1990 οι αδελφοί Κοέν είχαν στο ενεργητικό τους ένα cult ντεμπούτο που συνδύαζε το φιλμ νουάρ με τον τρόμο (Μόνο Αίμα) και μια εντελώς φευγάτη, παρανοϊκή κωμωδία (Αριζόνα Τζούνιορ). Είχαν δώσει δείγματα γραφής, ήταν μια δύναμη υπολογίσιμη και πολλά υποσχόμενη, τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να προετοιμάσει το κινηματογραφόφιλο κοινό για το Πέρασμα του Μίλερ. Σήμερα, τους θεωρούμε, λίγο πολύ, ικανούς για όλα. Έχουν παίξει με τα είδη περισσότερο κι από τον Κιούμπρικ, επέβαλαν την αισθητική και το ιδιότυπο χιούμορ τους, κατάφεραν, με την πρωτοτυπία της ματιάς τους, να προσθέσουν στο κινηματογραφικό λεξικό τον όρο «κοενικό». Τότε, όμως, αυτό το έργο πρέπει να λειτούργησε, περίπου, σαν αποκάλυψη.

Miller's 2

Από το στάδιο των πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών που πειραματίζονται (φανερώνοντας ιδιαίτερη γραφή, βέβαια) μέχρι εκείνο των ολοκληρωμένων δημιουργών, η – για άλλους τεράστια – απόσταση διανύθηκε σε μια, μόλις, ταινία. Το Πέρασμα, κορυφαία τους στιγμή (για πολλούς δε, ακόμα αξεπέραστη – παρά τα Όσκαρ που μεσολάβησαν και την καθολική αποδοχή), ανεπανάληπτη συγκυρία όπου τα σταθερά θέματα της φιλμογραφίας τους, συνδυάστηκαν σε μια, άνευ προηγουμένου, σύνθεση φόρμας και περιεχομένου, εισήγαγε τους Κοέν στην κατηγορία των μεγάλων, απ’ την οποία, έκτοτε, τίποτα (ή σχεδόν τίποτα – υπήρξαν κάποια στραβοπατήματα: Η Συμμορία των Πέντε, anyone;) δεν μπόρεσε να τους εκτοπίσει.

Miller's Crossing

Όταν μιλάμε για σταθερά κοενικά θέματα, πλέον, οι περισσότεροι μπορούν να υποθέσουν ποια είναι αυτά: μηδενισμός, ειρωνεία, ανθρώπινη ατέλεια, βλακεία, κοσμική αδιαφορία, κυνισμός. Εδώ ξεδιπλώνονται με αφορμή την ιστορία ενός γκάνγκστερ, στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης, που δρα στο παρασκήνιο και κινεί τα νήματα ανάμεσα σε δυο αντίπαλες φαμίλιες. Αλλάζει πλευρές κι αφεντικά (στη βάση του σεναρίου υπάρχει, εκτός από τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Ντάσιελ Χάμετ, ο Υπηρέτης Δυο Αφεντάδων του Γκολντόνι, το Γιοζίμπο του Κουροσάουα και το Για μια Χούφτα Δολάρια του Λεόνε), συνωμοτεί πότε υπέρ τού ενός και ποτέ υπέρ τού άλλου, μεταχειρίζεται τους ανθρώπους σαν αντικείμενα.

Είναι διαολεμένα έξυπνος (οι φαρμακερές ατάκες καθώς και ο ταχύτατος ρυθμός με τον οποίο εκτοξεύονται – κυρίως ανάμεσα στον Μπερν και τη Χάρντεν – θυμίζουν τα αρχετυπικά νουάρ, όπου οι λέξεις λειτουργούν σα σφαίρες, με απώτερο στόχο να πλήξουν την αυτοκυριαρχία του αντιπάλου), αδίστακτος και ηθικά «αδιάβροχος». Όχι ότι δε διαθέτει τον δικό του κώδικα τιμής ή ορισμένες περήφανες, ανδρικές αδυναμίες. Μια γυναίκα τον μπλέκει, άλλωστε, κι αυτός κάνει το λάθος να αφήσει το συναίσθημα να αναμιχθεί σε ένα παιχνίδι, ξεκάθαρο πολιτικό ( ήδη από το «Νονό» γνωρίζουμε ότι ο γκανγκστερισμός είναι η άλλη όψη της πολιτικής και το Πέρασμα παρουσιάζει ορισμένες εκλεκτικές συγγένειες με το μυθικό φιλμ του Κόπολα, αν και – κατά κύριο λόγο – επιδιώκοντας να αποδομήσει την ανάλγητη σοβαρότητά του).

Miller's 6

Το αρσενικό στο νουάρ χάνει ακόμα κι όταν κερδίζει, κι αυτή την πεσιμιστική μοιρολατρία την υπηρετούν άψογα οι Κοέν. Η διαφορά προσέγγισης, βρίσκεται στο μεταμοντερνισμό τους. Γιατί η ταινία τους δεν είναι απλά ένας αριστουργηματικός φόρος τιμής στο νουάρ και την γκανγκστερική περιπέτεια αλλά ένα χωνευτήρι ειδών (πέρα από τα προαναφερθέντα δύο, η κωμωδία, το χιτσκοκικό σασπένς, το whodunit αστυνομικό μυστήριο, οι κώδικες του γουέστερν και η σάτιρα εποχής παίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού, καλλιτεχνικού αποτελέσματος) που δεν σταματά να σε εκπλήσσει.

Χωρίς να κυριολεκτούν ποτέ απόλυτα, σε όσα με άφθαστη μαεστρία εξιστορούν – ό,τι αρχικά μοιάζει τραγικό, στη συνέχεια φανερώνεται μέσα στην απαραμείωτη γελοιότητά του – τα δαιμόνια αδέλφια πλάθουν έναν, τρομερά γοητευτικό, κόσμο παρανομίας, διαφθοράς, βίας, προδοσίας και διάψευσης όπου – φυσικά – τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, όπου τα σημεία μονίμως ξεγελούν και όπου η αξία κάθε παίκτη (το σύμπαν των παρανόμων, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται γενικά, είναι διαρθρωμένο πάνω στη βάση συγκεκριμένων κανονισμών: τυποποιημένο και φορμαλιστικό όσο καμιά νόμιμη κοινωνική οργάνωση, βρίσκει το αντίστοιχό του στην αυστηρή δομή του παιχνιδιού), καθώς και οι πιθανότητές του για επιβίωση, μετριούνται ανάλογα με την ικανότητά του να αποκωδικοποιεί τα τελευταία και να εξάγει από κάθε απατηλή αλήθεια, ένα ύπουλο ψέμα.

Οι ήρωες των Κοέν χωρίζονται σε θανάσιμους ευφυείς και μελλοθάνατους βλάκες. Όποιος δέχεται τα πράγματα με την καθησυχαστική μάσκα τους (της ειλικρίνειας), όποιος επαναπαύεται σε μια οποιαδήποτε βεβαιότητα, καταστρέφεται γρήγορα. Αυτός που αμφιβάλλει διαρκώς, που «ξεμασκαρεύει» συστηματικά ανθρώπους και γεγονότα, αυτός έχει πιθανότητες να ζήσει.

Miller's 3

Τέτοιος τύπος είναι ο Τομ Ρέιγκαν, που ενσαρκώνει ανεπανάληπτα ο Γκάμπριελ Μπερν στο ρόλο της καριέρας του. Τέτοιες ερμηνείες δημιουργούν κινηματογραφικούς μύθους. Τίποτα στον Ρέιγκαν δεν μπορεί να σε πείσει ότι διαθέτει ψυχή, είναι όλος μυαλό, κοφτερό πνεύμα, αντανακλαστικά, σαρκαστικό χιούμορ και περιφρόνηση για τους πάντες και τα πάντα. Όποτε πιάνει τον εαυτό του να αισθάνεται, πρώτα αμφιβάλλει και μετά θυμώνει. Κι όμως, ο Ρέιγκαν έχει ψυχή. Μόνο και μόνο για να τη χάσει, τελικά. Πάνω σ’ αυτό το πεσιμιστικό μοτίβο θα χτιστεί όλη η ταινία. Στο απαθές, εντελώς απαλλαγμένο από ψευδαισθήσεις, βλέμμα με το οποίο τον προικίζει ο Μπερν, στις «σβησμένες» εκφράσεις και στο ειρωνικό μειδίαμα που επιφυλάσσει σε κάθε ανατροπή, σε κάθε λάθος υπολογισμό (σα να ψέγει σιωπηλά τον εαυτό του που αφέθηκε να ξεγελαστεί), βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση όλου τού δράματος.

Ο Ρέιγκαν έχει αποδεχτεί το παράλογο του κόσμου, την επικίνδυνη αναξιοπιστία των ανθρώπων και τη ματαιότητα να ελπίζεις – μετά από τόσες περιπέτειες – σε κάτι περισσότερο απ’ τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειάς σου. Γι’ αυτήν γίνονται όλα, τελικά. Ούτε για τη γυναίκα, ούτε για τη δύναμη, ούτε καν για το χρήμα. Αυτή η σκληρή στάση τον κρατά προφυλαγμένο. Δημιουργεί, όμως, και τη φυλακή της μοναξιάς του. Κι ο Γκάμπριελ Μπερν, με μοναδικό τρόπο, παίρνει την αβάσταχτη αλήθεια τού Ρέιγκαν και χάνεται εντελώς μέσα της, δίνοντάς μας έναν από τους πιο συναρπαστικούς χαρακτήρες ολόκληρου του κοενικού έργου.

Miller's 7

Από τη μια αυτή η εμβληματική φυσιογνωμία με την καμπαρντίνα και το καπέλο, που ξέρει ότι η ήττα είναι το μυστικό πεπρωμένο κάθε ύπαρξης, που δεν πιστεύει σε τίποτα και που θα έδινε τα πάντα για να υπήρχε κάτι στον κόσμο, άξιο να του αφοσιωθείς, κι από την άλλη οι, κάθε μορφής, κωμικοτραγικοί απατεώνες που, ανεξάρτητα από το υψηλό ή το χαμηλό της θέσης τους, παραμένουν χαμένοι αλλά επιμένουν να φέρονται σα νικητές. Οι Κοέν τούς παρατηρούν όλους αφ’ υψηλού, διασκεδάζουν με τα παθήματά τους, εμπαίζουν τις φιλοδοξίες τους και, στο τέλος, αφήνουν κατά μέρους τους αστεϊσμούς για να βυθίσουν τα πάντα σε μια άλω μελαγχολίας, τόσο ταιριαστής με τις, καλά κρυμμένες, εσωτερικές διαθέσεις του κεντρικού τους ήρωα.

Miller's 4

Στο μεταξύ έχουν ολοκληρώσει την πρώτη αληθινά σπουδαία ταινία της φιλμογραφίας τους καθώς και μια από τις κορυφαίες τους σε σεναριακό και σκηνοθετικό επίπεδο (το Πέρασμα του Μίλερ είναι, εκτός των άλλων, κι ένα κομψοτέχνημα ρυθμού, πλοκής και διαλόγων). Με δυο λόγια: εκπληκτικό σινεμά. They don’t make ‘em like that anymore.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑