Phoenix

Σκηνοθεσία: Κρίστιαν Πέτσολντ

Παίζουν: Νίνα Χος, Ρόναλντ Τσέρφελντ, 

Διάρκεια: 98

Μεταφρασμένος τίτλος: “Το τραγούδι του Φοίνικα”

Βρισκόμαστε στη μεταπολεμική Γερμανία, ελάχιστα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε ένα τόπο καθημαγμένο, ερειπωμένο, σαπισμένο υλικά, ψυχολογικά και πνευματικά. Ένας κόσμος βουτηγμένος στις ενοχές και τις τύψεις. Σερνόμενος στα συντρίμμια της κατάρρευσης παντός τύπου. Κι οι άνθρωποι αυτού του κόσμου επιζητούν την πραγματική λήθη. Αυτή που θα ακυρώσει την αλήθεια. Ό,τι μπορεί να υποπέσει στη λήθη δεν είναι αληθινό, από κάθε άποψη, ετυμολογική και μη. Το παρελθόν δεν πρέπει απλώς να ξεχαστεί. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πως κάποτε υπήρξε. Το παρελθόν ή πιο σωστά, ένα συγκεκριμένο πρόσφατο παρελθόν, θα πρέπει να εξαφανιστεί από τον άξονα του χρόνου.

Ο Κρίστιαν Πέτσολντ βασίζει την ταινία του σε μία απίθανη σεναριακή έμπνευση, η οποία είναι αρκούντως καθηλωτική ώστε να παραβλέψουμε καναδυό χτυπητές αβλεψίες. Και μέσα από την αδιανόητη ιστορία που διηγείται, θίγει ζητήματα ταυτότητας, μνήμης, τραυμάτων, προδοσίας και συλλογικής ψυχολογίας. Καμιά φορά οι επιζώντες μιας τραγωδίας καταλήγουν να υποφέρουν πιο πολύ κι απ’ τους νεκρούς. Η περίοδος, στην οποία η επιβίωση και μόνο είναι όλο το ζητούμενο, κάποια στιγμή θα λήξει. Η ζωή και η καθημερινότητα περιμένουν στη γωνία και διεκδικούν τον καθιερωμένο τους ρόλο. Κάποια φαντάσματα πρέπει ξάφνου να μετατραπούν σε ανθρώπους που συνεχίζουν να προχωρούν, να αναπνέουν, να έχουν αισθήματα. Προδότες και προδομένοι, όλων των λογιών οι τσακισμένοι, καλούνται να συνυπάρξουν και να συνεχίσουν την πορεία τους. Η εξωτερική και περιρρέουσα «αναπαράσταση εποχής» του Πέτσολντ είναι μάλλον προσχηματική και σε μεγάλο βαθμό, άτονη και χλιαρή. Χρειάζονται πολλά περισσότερα από κάποια βομβαρδισμένα χαλάσματα και δυο πεταχτές σκηνές από καμπαρέ για να ανασυσταθεί το κλίμα μιας τόσο ιδιαίτερης εποχής.

Εκεί όμως που ποντάρει ο Πέτσολντ και δεν λαθεύει διόλου είναι στην εσωτερική ανάπλαση. Μία απίθανη ιστορία δύο ανθρώπων, που κυλά δίχως υπερβολές και ξεσπάσματα, και δρα ως καθρέφτης μιας ευρύτερης εικόνας. Ένα προσωπικό δράμα που γίνεται οικουμενικό. Μια κοινωνία με πρόσωπο παραμορφωμένο, με ανάγκη για νέα αρχή, αλλά με αναπόφευκτη προσκόλληση στο παρελθόν. Η βασική μας πρωταγωνίστρια επί της ουσίας κατοικεί εξαρχής μέσα σε μία ύπαρξη ξένη, καλούμενη στη συνέχεια να υποδυθεί ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο την παραπέμπει απευθείας στον πρότερό (νεκρό) της εαυτό. Μία σύγχυση γοητευτική και ολική, σε σημείο που καταλήγει να μιλάει για τον (πραγματικό) εαυτό της σε τρίτο πρόσωπο! Σε ένα κόσμο που μόλις έχει μακελέψει τον ίδιο του τον εαυτό, τα πράγματα είναι εύλογα θολά, ρευστά κι ακαθόριστα. Το club – καμπαρέ Φοίνικας είναι το προφανές σύμβολο. Μία κοινωνία που επιζητά να αναδυθεί από τις στάχτες της, όπως το περίφημο πουλί.

Μία ιστορία (και ιδίως, μια ταινία) σαν κι αυτή θα μπορούσε να ρέπει προς ένα αβάσταχτο ακαδημαϊσμό, προς μία κάπως προβλεπόμενη μορφή διδαχής «για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι». Ο Πέτσολντ όμως αποφεύγει σε ικανοποιητικό βαθμό αυτή την παγίδα κι αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στη σεναριακή του έμπνευση, αλλά και σε κάποιες επιπλέον αρετές: Α) Είναι οικονόμος και μετρημένος τόσο στο αφηγηματικό του ξεδίπλωμα όσο και στη χρήση των εκφραστικών του μέσων. Β) Το πρωταγωνιστικό του δίδυμο είναι καλοκουρδισμένο τόσο κατά μονάς όσο και ως ντουέτο. Η Νίνα Χος αποδίδει με σπασμωδικές κινήσεις, λοξά θλιμμένα βλέμματα και κοφτές ανάσες ένα άνθρωπο που χάνει ξανά και ξανά την ψυχή του. Ο Ρόναλντ Τσέρφελντ είναι όσο στιβαρός και αινιγματικός πρέπει. Είναι μια φιγούρα τραγική, μαέστρος σε ένα παιχνίδι εξαπάτησης, αλλά εν τέλει εξαπατημένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Γ) Η κορύφωση του δράματος, η οποία είναι σε αντιστοιχία με τη σκηνοθεσία της ταινίας. Είναι λιτή, γυμνή και καθόλου φλύαρη. It speaks low… (θα καταλάβετε όταν δείτε με το καλό την ταινία)

Αυτό που εν τέλει μάλλον λείπει από την ταινία για να την απογειώσει (πέρα από κάποια στοιχεία που προαναφέραμε) είναι το αίμα που βράζει, το μάτι που γυαλίζει. Είναι ο κοχλασμός της φρίκης, της μιζέριας, της απόγνωσης, της έκπτωσης, της πάση θυσία ορθοπόδησης. Που θα μπορούσε να επιτευχθεί στην εντέλεια ακριβώς με αυτή την αίσθηση της φωτιάς που σιγοκαίει τα σωθικά. Αν θέλουμε να είμαστε τελείως αυστηροί, αυτό το εξτρά καρύκευμα “ψυχής” μοιάζει να λείπει από όλες τις ταινίες του, κατά τα άλλα εξαίρετου κατασκευαστή και νηφάλιου αφηγητή, Πέτσολντ. Εντούτοις, το θετικό πρόσημο της ταινίας και οι αρετές της δεν ακυρώνονται σε καμία περίπτωση. Αν και το μεγαλύτερο όφελος που αποκόμισα από το Phoenix είναι μάλλον συνειρμικό. Μου υπενθύμισε να ξαναδώ την πιο αριστουργηματική απεικόνιση του γερμανικού μεταπολεμικού angst στην ιστορία του σινεμά. Ο Γάμος της Μαρία Μπράουν, του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (και ξερό ψωμί.). Αυτό και τίποτα άλλο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑