Camille Claudel 1915

Σκηνοθεσία: Μπρούνο Ντιμόν

Παίζουν: Ζουλιέτ Μπινός, Εμάνουελ Κάουφμαν, Ζαν Λικ Βενσάν

Διάρκεια: 95’

Η Γαλλίδα γλύπτρια Καμίγ (και σίγουρα όχι Καμίλ) Κλοντέλ (1864-1943) υπήρξε για περισσότερο από μία δεκαετία μοντέλο, μαθήτρια, μούσα και ερωμένη του περίφημου γλύπτη Ωγκύστ Ροντέν. Με το πέρας της θυελλώδους σχέσης τους, η Κλοντέλ αυτονομήθηκε καλλιτεχνικά και ξεκίνησε να εκθέτει τα δικά της έργα στα τέλη του 18ου αιώνα ως και τις αρχές του 19ου. Εκείνη τη χρονική περίοδο, εμφάνισε τα πρώτα δείγματα ψυχολογικών διαταραχών και απομόνωσης, τα οποία εντάθηκαν τα προσεχή χρόνια. Το 1913, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της και κατόπιν προτροπής του ποιητή αδερφού της, Πολ Κλοντέλ, εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική. Η Καμίγ Κλοντέλ έμελλε να περάσει τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής της μεταξύ ασύλων και κλινικών, καθώς όλες οι απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια που απηύθυνε προς την οικογένειά της, έπεσαν στο κενό.

Αν περιμένετε να δείτε μία τυπική κινηματογραφική βιογραφία, εμπλουτισμένη μάλιστα με μία πρωταγωνίστρια πρώτου μεγέθους όπως η Ζουλιέτ Μπινός, καλύτερα να βγάλετε αυτή τη σκέψη από το μυαλό σας. Διότι τo σινεμά του Γάλλου σκηνοθέτη Μπρούνο Ντιμόν ποτέ δεν επεδίωξε να γίνει αρεστό στο ευρύ κοινό, ποτέ δεν εκτράπηκε σε ευκολίες και συμβιβασμούς. Αντιθέτως, ήταν πάντοτε δύστροπο, τραχύ, αφτιασίδωτο και προκλητικό. Γεμάτο μία εσωτερική ένταση, είναι έτοιμο να ουρλιάξει ανά πάσα στιγμή. Γεμάτο πεσιμισμό, είναι απόλυτα προσηλωμένο στο σκοτεινό μονοπάτι που έχει επιλέξει. Όπως υποδηλώνει άλλωστε και ο τίτλος, ο Ντιμόν επιλέγει να μας μεταφέρει ένα συγκεκριμένο οδυνηρό στιγμιότυπο της ζωής της μεγάλης γλύπτριας. Να αποτυπώσει μία συγκεκριμένη εφιαλτική ψυχολογική κατάσταση. Με το βλέμμα στραμμένο στις άσχημες πτυχές, εκείνες που κάνουν τους πάντες να κοιτάξουν αλλού. Παράλληλα, δίνει την ευκαιρία στην Μπινός να παραδώσει ένα κυριολεκτικό one woman show, το πρώτο μετά από ένα μεγάλο διάστημα αγρανάπαυσης και αρκετών «εύκολων» ρόλων.

Με τη δράση να τοποθετείται στο εσωτερικό ενός ασύλου για φρενοβλαβείς, ο Ντιμόν μας μεταδίδει ευθύς εξαρχής μία αίσθηση ασφυξίας και πάλης. Από τη μια, οι ύστατες ελπίδες της Κλοντέλ να φύγει από ένα μέρος όπου φανερά δεν ανήκει. Από την άλλη, εκρήξεις απόλυτης απόγνωσης και παραίτησης. Ένα φυλακισμένο αγρίμι που διψά για ελευθερία, που λυσσά και ωρύεται γιατί βλέπει να τον εαυτό της να σβήνει μέρα με τη μέρα. Έχει στερηθεί τα πάντα, μα πάνω απ’ όλα, έχει  στερηθεί την τέχνη της. Το μυαλό της κινδυνεύει με κατάρρευση, φοβάται και τρέμει πως «δεν είναι πια άνθρωπος», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Θα βιώσουμε από πρώτο χέρι και με τρομερή εγγύτητα λίγες βασανιστικές μέρες ανυπομονησίας, μέχρι την επίσκεψη του αδερφού της που θα σφραγίσει το μέλλον της. Η ερμηνεία της Μπινός βρίσκεται σε μόνιμη αντίστιξη με το σκηνοθετικό ύφος και στιλ. Ένας απίστευτος ηλεκτρισμός, σπαρακτικός και σχεδόν ζωώδης, απέναντι σε μία κινηματογράφηση γυμνή και δωρική, σκληρή και απέριττη. Μία γραφή αυστηρή στα όρια του ντοκιμαντέρ, δίπλα δίπλα με μία ντελιριακή έκρηξη αισθημάτων.

Ο Ντιμόν, ως είθισται, είναι σε θέση να ξετρυπώσει ομορφιά ακόμη και στις μεγαλύτερες φρίκες, να υμνήσει τη γοητεία που αποπνέει το γκροτέσκο. Πιστός στο γνώριμο μοτίβο του, θα κάνει και πάλι βόλτα στις σκοτεινές όψεις της ανθρώπινης πνευματικότητας. Εκεί όπου η σχέση με τις έννοιες της πίστης, του θεού και της αγάπης στρεβλώνεται. Επιθυμώντας να αποτυπώσει ακριβώς αυτή την πλανεμένη σχέση, μεταφέρει σε κάποια στιγμή το κέντρο βάρους της ταινίας από την Καμίγ στον Πολ. Παρά όμως την καθηλωτική δύναμη των σκηνών του, σε εκείνο το σημείο ίσως και να πλατειάζει, ίσως και να δημιουργεί μία αίσθηση ανισορροπίας στην ταινία. Το φινάλε όμως θα μας αποζημιώσει για αυτή τη μικρή παρέκκλιση (δεν τίθεται θέμα spoiler, η εξέλιξη της ιστορίας είναι γνωστή και προδιαγεγραμμένη). Ένα φινάλε χωρίς καμία ψεύτικη ένταση. Απλώς, ένα απλανές βλέμμα τρόμου μπροστά στο απειλητικό άγνωστο που περιμένει. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν πρόκειται για μία ταινία που κατεβαίνει σα μια γουλιά νερό. Αντιθέτως, είναι μία ταινία δύστροπη και στριφνή που στοχεύει στη δυσανεξία του θεατή. Αλλά που βρίθει από αρετές και φανερώνει ένα ατόφιο σκηνοθετικό όραμα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑