Reviews The Martian

19 Οκτωβρίου 2015 |

0

The Martian

Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ

Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Τζέσικα Τσαστέιν, Τζεφ Ντάνιελς,  Τσιουέτελ Ετζιοφόρ, Σον Μπιν, Κέιτ Μάρα, Κρίστεν Ουίγκ, Μάικλ Πένια

Διάρκεια: 141′ 

Ένα ακόμα κινηματογραφικό φθινόπωρο κατέφτασε φέρνοντας μαζί του ένα ακόμα διαστημικό μπλοκμπάστερ που κάνει τους απανταχού φαν του είδους και όχι μόνο να συρρέουν στις σκοτεινές αίθουσες ανά τον κόσμο. Στο «Gravity» ο Κουαρόν ερεύνησε περισσότερο τα τεχνικά όρια του μέσου από o,τι τις ψυχικές αντοχές της εγκαταλελειμμένης στο υπερπέραν ηρωίδος. Στο «Interstellar» ο Νόλαν επεδίωξε να μεταφράσει σε πιο απλά και αισιόδοξα, κατ’ άλλους αμερικανοποιημένα, λόγια το «Solaris» του Ταρκόφσκι περί της υπερκόσμιας δύναμης της αγάπης, δανειζόμενος και λίγη από τη γοητεία του ιερού τοτέμ, κατά κόσμον «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος». Στην προκείμενη ταινία, ο βιρτουόζος Ρίντλεϊ Σκοτ, στο τρίτο κατά σειρά πείραμα, επιχειρεί, διασκευάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Άντι Γουίρ με τη συνδρομή του ευφυούς Ντρου Γκοντάρ, να αποδείξει ότι μπορεί κανείς να αποδώσει επιτυχώς τη διαπλανητική μοναξιά στον πάντα σημαίνοντα Άρη με όρους ευθυμίας και ελαφρότητας, προσθέτοντας δηλαδή και λίγο «Αρμαγεδδών» στο μείγμα. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι το καταφέρνει.

Ο ταγός του αμερικανικού sci-fi μας εισάγει απευθείας στο θέμα: Μία ομάδα αστροναυτών έρχεται αντιμέτωπη με μια απρόσμενη διαστημική θύελλα στον Κόκκινο Πλανήτη και τρέπεται σε φυγή, αφήνοντας πίσω μετά δυσκολίας τον εξαφανισμένο προς στιγμήν βοτανολόγο Μαρκ Ουάτνεϊ, ο οποίος δικαιολογημένα λογίζεται νεκρός. Μόνο που τελικά δεν είναι, οπότε όταν ανακτά τις αισθήσεις του, έχει απομείνει μόνος και τραυματισμένος σ’ έναν ολόκληρο πλανήτη με μόνη υποχρέωση να επιβιώσει, ενάντια στην αναμενόμενη εξέλιξη των πραγμάτων, με προεξάρχουσα την ολύμπια υπομονή, επιμονή και πίστη στις δυνάμεις και τις αντοχές του, επιστημονικές και ηθικές.

Πρόκειται λοιπόν για μια ταινία η οποία εξ αρχής προσδιορίζει και περιορίζει το πλαίσιο της, άρα και τις δημιουργούμενες προσδοκίες. Η στάση του δύσμοιρου αστροναυαγού απέναντι στις αντιξοότητες γεννάει εν αφθονία το γέλιο και το επιφανειακό ενδιαφέρον των θεατών, ενώ το προσφερόμενο ευχάριστο και το κατά δύναμιν ρεαλιστικό μάθημα Εισαγωγής στη Φυσική που προσφέρει ο πρωταγωνιστής στο κοινό μέσω των ευφυέστατων προσπαθειών του για επιβίωση, σε συνδυασμό με την εφευρετικότητα και τον κυνικό αυτοσαρκασμό του δίνει μια πολύ γνώριμη «Dr. House» διάσταση στον κινηματογραφικό ήρωα, ο οποίος αποκλίνει από το τραγικό πρότυπο του Ναυαγού Τομ Χανκς και εντάσσεται στο σύνολο των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων που ακροβατούν ανάμεσα στο ρόλο του ήρωα και του αντιήρωα, προσεγγίζοντας αυτόν του γοητευτικού χωρατατζή τύπου Iron Man, κατά τις επιταγές της νέας πολιτικής ορθότητας του 21ου αιώνα.

Εντός αυτού του πλαισίου, που ψαλιδίζει μεν τα φτερά της υψηλής ποιοτικής ανάγνωσης του θέματος, απελευθερώνει δε τις δυναμικές που κρύβει η ζωηρή σκηνοθεσία, ο Ρίντλεϊ Σκοτ δημιούργησε μια ταινία που κερδίζει άμεσα το θεατή και δεν του επιτρέπει να δραπετεύσει από το επί της αρχής ρηχό αλλά οπωσδήποτε καλοφτιαγμένο σύνολό της. Η επιλογή του να αφήσει ευρύ πεδίο ελευθερίας στο Ματ Ντέιμον, η οποία είναι πασιφανής από τα πρώτα λεπτά, απέβη απροσδόκητα θετικά προς κάθε μεριά, τόσο για το σύνολο της ταινίας, όσο και για τον ίδιο τον Ντέιμον, ο οποίος πέτυχε μια εξωστρεφή και κυριαρχική ερμηνεία γεμάτη ζέση που αποτελεί τον κύριο μοχλό του φιλμ, δίχως όμως να το επικαθορίζει ναρκισσιστικά. Ακόμα μεγαλύτερη αρετή της ταινίας όμως είναι η αστείρευτη θετική διάθεση του Μαέστρου της. Ο Σκοτ εμφανίζεται μεταμορφωμένος σε σχέση με το περυσινό τραυματικό έργο περί Μωυσή, κεφάτος, με απόλυτη πίστη στις δυνάμεις του και αποφασισμένος να κάνει την ταινία του επιτυχημένη. Δε φοβάται ούτε στιγμή την υπερβολή, έχοντας πάντα στο μυαλό του να προλάβει τη γελιοποίηση, δίνοντας επιτέλους άφεση αμαρτιών στο δαιμονοποιημένο στην επιστημονική φαντασία στοιχείο του χιούμορ και τοποθετώντας το στην εμπροσθοφυλακή, ενώ παράλληλα και οι τυπικές σκηνές που υπάρχουν σε κάθε αντίστοιχη ταινία είναι στην πλειονότητά τους καλογυρισμένες και μετρημένες. Η φωτογραφία, την οποία ανέλαβε για άλλη μια φορά σε ταινία του Σκοτ ο Ντάριους Βόλσκι, είναι επαρκώς εντυπωσιακή και πρωτότυπη, καθώς εκφεύγει από το σύνηθες της απεραντοσύνης του διαστήματος και τονίζει την εξωφρενική μοναχικότητα του Ουάτνεϊ, χωρίς πάντως να είναι αισθητικός αυτοσκοπός του όλου εγχειρήματος.

martian-gallery2-gallery-image (Αντιγραφή)

Στα αρνητικά της ταινίας λογίζεται αναμφίβολα το υπέρλαμπρο αλλά κενό περιεχομένου συμπληρωματικό καστ. Μια ατέλειωτη λίστα που περιλαμβάνει τις  ως επί το πλείστον ταλαντούχες παρουσίες των Τζέσικα Τσαστέιν, Τζεφ Ντάνιελς, Κέιτ Μάρα, Σον Μπιν, του 12 χρόνια σκλάβου Τσιουέτελ Ετζιοφόρ, μέχρι και της Κρίστεν Ουίγκ, οι οποίοι περιορίζονται σε ρόλο ομιλούντων κομπάρσων με μηδενική ανάπτυξη των χαρακτήρων τους. Είναι ολοκάθαρο ότι ο Σκοτ είχε στο νου του να χρησιμοποιήσει τα παραπάνω ονόματα ως κράχτη στην έναστρη αφίσα, όμως η σπατάλη των δυνατοτήτων όλων αυτών και η εργαλειακή τους μεταχείριση αφήνει αναμφίβολα μια αρνητική γεύση. Η μόνη θετική επίδραση της παρέλασης διασημοτήτων εντοπίζεται στο ρυθμό. Σε ελάχιστα σημεία όπου ο ρυθμός άρχιζε να χωλαίνει, τα οποία σημειωτέον ήταν όλα στην επίγεια δράση και όχι στη μοναχική παρουσία του Ματ Ντέιμον στον Άρη που γέμιζε άνετα τον κινηματογραφικό χώρο, η συνεχής εμφάνιση γνώριμων και αγαπημένων φυσιογνωμιών εμποδίζει το θεατή να αντιληφθεί τη στιγμιαία νωθρότητα, με αποτέλεσμα το φιλμ να δίνει μια εικόνα υψηλής συνοχής και σταθερού ρυθμού, παρά τη μεγάλη του διάρκεια.

Μπορεί ο Ρίντλεϊ Σκοτ να μην επιχειρεί κάποια σοβαρή κατάδυση σε κανένα από τα ζητήματα που αγγίζει η ταινία του και να συγκεντρώνεται στο διασκεδαστικό και επιφανειακά καθαρτικό του πράγματος, αλλά είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης το άρτιο της κινηματογραφικής του προσέγγισης. Παρότι υποκύπτει στον εύκολο ηρωισμό, το κάνει με πλήρη συνείδηση και δίχως να εξαπατήσει το κοινό του. Έτσι, ακόμη και αυτό το έργο, που δεν αποτελεί το διαμάντι στην αμύθητη φιλμογραφία του αλλά μια ικανοποιητική προσθήκη, αρκεί για να σιγήσουν επιτέλους τα κακεντρεχή στόματα που έκαναν λόγο για συνταξιοδότηση μετά από τις σαθρές κατηγορίες για υποτιθέμενες συνεχείς αποτυχίες, παίρνοντας πληρωμένη απάντηση από την πολυδαίδαλη φαντασία και την ασίγαστη όρεξη για δημιουργία του 77χρονου εραστή του φαντασιακού, επιστημονικού ή μη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑