Dark Places

Σκηνοθεσία: Ζιλ Πακέ Μπρενέρ

Παίζουν: Σαρλίζ Θέρον, Κριστίνα Χέντρικς, Νίκολας Χουλτ

Διάρκεια: 113’

Μετά τον τεράστιο ντόρο που ξεσήκωσε το Gone Girl, ήταν μάλλον αναμενόμενο πως η επόμενη ταινία που θα βασιζόταν σε μυθιστόρημα της Τζίλιαν Φλιν θα είχε το όνομά της ως βασικό της διαφημιστικό ατού. Ακόμη όμως κι όταν τα υλικά είναι γευστικά, αν ο μάγειρας είναι μέτριος, το πιάτο θα βγει άνοστο. Όπως δηλαδή συνέβη και στην περίπτωση του Dark Places (που προηγήθηκε λογοτεχνικά του Gone Girl, όντας το δεύτερο χρονολογικά μυθιστόρημα της Φλιν), το οποίο κλήθηκε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όχι ένας Ντέιβιντ Φίντσερ, αλλά ο, μάλλον νερόβραστος, Ζιλ Πακέ Μπρενέρ, ο οποίος κατέληξε δυστυχώς να αφήσει στην άκρη το ψαχνό και να κρατήσει μόνο τη φλούδα.

Κι όμως, οι βασικές συντεταγμένες της ταινίας είναι κατά βάση σαγηνευτικές και υποσχόμενες. Βρισκόμαστε στην καρδιά της αμερικανικής ενδοχώρας, σε ένα άνυδρο, αποκαμωμένο, εγκαταλελειμμένο και ξοφλημένο αγροτικό Κάνσας. Η οικονομική δυσπραγία είναι ασφυκτική, το περιβάλλον αποπνικτικό, οι ελπίδες διεξόδου πενιχρές. Η βασική μας ηρωίδα πασχίζει να θυμηθεί ή για να είμαστε πιο ακριβείς, παλεύει να ξεψαχνίσει αυτό που έχει πείσει τον εαυτό της ότι θυμάται. Είχε βιώσει μία ασύλληπτα εφιαλτική νύχτα σε ηλικία 8 ετών κι εύλογα, όλη η ως τώρα ζωή της είναι δέσμια αυτών των φρικιαστικών στιγμών. Ξάφνου, ανάμεσα σε αυτή και τα φαντάσματα του παρελθόντος, παρεμβάλλονται δύο φιλικοί εισβολείς. Αρχικά, ένας, ολίγον spooky, ερασιτέχνης εξιχνιαστής εγκλημάτων που αποζητά τη λύτρωση, καρπωνόμενος ζοφερές ιστορίες άλλων. Έπειτα και μέσω αυτού, ο αδερφός της πρωταγωνίστριάς μας, ο οποίος σαπίζει στη φυλακή εδώ και 28 χρόνια, αντιμετωπίζοντας τη μοίρα του με  μία μυστηριώδη στωικότητα, η οποία είναι φανερό πως κρύβει πολλά ανείπωτα μυστικά.

Όλες οι παραπάνω συντεταγμένες αντιμετωπίζονται λοιπόν από τον Μπρενέρ ακριβώς ως τέτοιες. Αντί να μετατρέπονται σε κινητήριος δύναμη της δραματουργίας, γίνονται δεκτές ως ξερές και τυπικές πληροφορίες. Περίπου σαν πινέζες σε κάποιο χάρτη ή σαν ένα μηχανικό check-in στο facebook. Το σύμπαν του Dark Places προσεγγίζει μονάχα επιδερμικά τα βαθύτερα στρώματα της ατμόσφαιρας που το περιβάλλει και καταλήγει να λούζεται από ένα σκοτάδι διόλου βαθύ και τρομακτικό, αλλά κάπως τεχνητό, σαν να πήρε απλώς κάποιος την απόφαση να κατεβάσει τον γενικό. Σε αντίστοιχη, αν όχι κι ακόμη πιο δυσμενή, μοίρα αφήνονται και όλοι οι βασικοί χαρακτήρες της πλοκής, οι οποίοι ξετυλίγονται κάπως μονοδιάστατα και μονοκόμματα ενώπιόν μας, αφημένοι σε μεσοβέζικες καταστάσεις και ημιτελή πορτρέτα. Μιλώντας σε ακόμη γενικότερο πλαίσιο, ο Μπρενέρ μοιάζει απόλυτα ικανοποιημένος με το να φινιρίσει τις, ούτως ή άλλως φροντισμένες ελέω βιβλίου, λεπτομέρειες μιας whodunit πλοκής, η οποία ουδόλως ενδιαφέρεται για δαιδαλώδη ψυχογραφήματα και προσεγμένα περιγράμματα.

Κάπως έτσι φτάνουμε σε ένα τελικό αποτέλεσμα, το οποίο όντως διατηρεί σε ικανοποιητική ένταση τη «θριλεροειδή» του χροιά, καθώς σε κάθε μπρος-πίσω στον χρόνο, νέες ζουμερές πληροφορίες καταφτάνουν στα μάτια μας. Πράγματι λοιπόν, ως το τέλος θα αναμείνουμε την τελική λύση στο μυστήριο με μία ειλικρινή κι εύλογη περιέργεια, η οποία όμως σε κανένα σημείο δεν αγγίζει τα επίπεδα μιας ουσιαστικής και καθηλωτικής αγωνίας. Και κλείνοντας να το πω, γιατί αλλιώς θα σκάσω και βρίστε με αν θέλετε. ΟΚ, κούκλα η Σαρλίζ Θέρον, αλλά για πολλοστή φορά ολίγιστη ερμηνευτικά, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑